ἐπανάληψιν

ἐπανάληψιν
ἐπανάληψις
resumption
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τιράγιο — το, Ν 1. τεχνολ. οι παλμικές κινήσεις που εκτελούν οι νομείς και τα ελάσματα ενός ατμολέβητα εξαιτίας τής πίεσης τού ατμού 2. ο ελκυσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tirailler «τραβώ κατ επανάληψιν προς διάφορες κατευθύνσεις»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”